Είναι γνωστό ότι η ιατρική πρόοδος επιτυγχάνεται με συνεχή βήματα που βασίζονται στις ανακαλύψεις των βασικών επιστημών όπως η μοριακή βιολογία, η βιοχημεία κλπ.  Στον τομέα του φαρμάκου, η διαδικασία ανευρέσεως μιας θεραπευτικής ουσίας με χρησιμότητα στην κλινική πράξη και πολύπλοκη είναι και δαπανηρή.  Γενικά, πριν την έγκριση ενός καινούργιου φαρμάκου, προηγείται μια μακροχρόνια διαδικασία δοκιμών σε ασθενείς, μέσω της μεθοδολογίας των κλινικών μελετών.

Υπάρχουν διαφόρων μορφών κλινικές μελέτες.  Άλλοτε είναι πολύ πρώιμου σταδίου (μελέτες φάάσης 1 και 2) και αποβλέπουν στην εξακρίβωση των πιθανών παρενεργειών και δραστικότητας, και λλοτε είναι πιο ώριμες (μελέτες φάσης 3).  Οι μελέτες αυτές είναι και περισσότερο ενδιαφέρουσες γιατί συγκρίνουν μια καινούργια προτεινόμενη θεραπεία σε σχέση με την προϋπάρχουσα.  Αν οι μελέτες δείξουν υπεροχή του καινούργιου φαρμάκου, τότε το φάρμακο θα εγκριθεί και θα κυκλοφορήσει.

Η κλινική έρευνα παρέχει στους ασθενείς πρόσβαση σε νέα φάρμακα και στην εξ αυτών ωφέλεια πολύ πριν γίνουν εμπορικών διαθέσιμα.Ποτέ όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μια κλινική μελέτη είναι ένα πείραμα που αφορά  συγκεκριμένη ομάδα ασθενών που θεραπεύονται κάτω από ορισμένες συνθήκες.